Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η Χριστουγεννιάτικη γιορτή μας.





Η χριστουγεννιάτικη γιορτή του Σχολείου μας πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015 με επιτυχία, χάρη στην άψογη συμμετοχή των μαθητών μας!
Οι μαθητές της Πρώτης και της Δευτέρας τάξης μαζί με τις δασκάλες τους Γουγούση Πετρούλα και Μαυροπούλου Γενοβέφα ανέλαβαν και οργάνωσαν κατά άριστο τρόπο την χριστουγεννιάτικη γιορτή του Σχολείου μας. Τους συγχαίρουμε , όπως και τους μαθητές της Έκτης τάξης που πρόθυμα δέχτηκαν να συμμετέχουν στη χορωδία έτσι ώστε όλοι μαζί να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα χαρούμενο χριστουγεννιάτικο κλίμα λέγοντας τα κάλαντα.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Περιμένοντας τον Άι- Βασίλη....

Περιμένοντας τον Άι- Βασίλη....

Ο Άι - Βασίλης, είναι ελπίδα, είναι αγάπη, είναι κάτι παραπάνω από τον ίδιο τον Άγιο...Tον ξεπερνάει !!!  Ναι ..τον ξεπερνάει ...γιατί γίνεται σύμβολο προσφοράς, χαράς και αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο. Η φιλοσοφία που κρύβεται πίσω από την μαγεία του Αγίου δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας , είναι  αληθινή και μακάρι να μπορούσαμε όλοι να την ακολουθούμε στη ζωή μας...Ας κρατήσουμε ζωντανή αυτήν την μαγεία !!! Ακόμη και οι μεγάλοι την έχουμε ανάγκη...
  Ναι, υπάρχει Άι - Βασίλης !!! Καλώς να ορίσεις, ευγενικέ γέροντα, σε περιμένουμε!!!

Καλή Χρονιά με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο !!!
Να είμαστε καλά, να αλληλοϋποστηριζόμαστε και να βγάζουμε τον καλύτερο εαυτό μας!!!

Τα βιντεάκια και οι δυο ταινίες που ακολουθούν μας εμπνέουν να πραγματοποιήσουμε την παραπάνω ευχή έχοντας στο νου μας τον συνάνθρωπο, με οδηγό την αγάπη, την αλληλεγγύη  και την προσφορά θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε άσβεστη την ελπίδα...






Δείτε την εκπληκτική ταινία " Επισκέπτες " του Θοδωρή Παπαδουλάκη εδώ 

Και  το συγκλονιστικό παραμύθι του Τριβιζά Ένα δέντρο μια φορά εδώ 



Τι θα ήθελες να είσαι; Καρότο, αυγό ή τσάι;



...Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει. “΄Ενα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος. “Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα. “Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει. “Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα. “Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια. ΄Αλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. ΄Οταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί. Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. ΄Οταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά. Πήγαινε στο καλό λοιπόν” του λέει η γερόντισσα “και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι.”»

Απόσπασμα από το βιβλίο : Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας(Πατάκης 2012)
Ένα βιβλίο ιστορικο-κοινωνικό που αξίζει να το διαβάσουμε .

Έγραψαν για το βιβλίο:

Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας | i-read.i-teen.gr

http://www.loty.gr/mythistorima_analyt_18.htm


Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Καλά Χριστούγεννα!!!


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ,
“ΑΣΤΕΡΙ ΘΕΪΚΟ”

Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το
φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια
θάτρεμαν… Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας…
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου στην κούνια του Θεού 
τους Μάγους έχει φέρει;

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Ακόμη και τ' αγάλματα διαβάζουν!!!

Τι ωραίο να συνέβαινε κι εδώ στον δικό μας τόπο , να γέμιζε λέει αναγνώστες  μικρούς και μεγάλους σε πάρκα, στις πλατείες, στους δρόμους, ας ήταν και αγάλματα !!!






















Δείτε περισσότερες φωτογραφίες με αγάλματα  εδώ

και άλλα όντα να διαβάζουν εδώ

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Ο Σιμιγδαλένιος



Αρχή του παραμυθιού καλημέρα της αφεντιάς σας.




Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν δύο βασίλεια. Στο ένα ζούσε ένας βασιλιάς μαζί με την γυναίκα του και την καλόκαρδη κόρη τους. Και στο άλλο ένας άλλος βασιλιάς που επίσης ζούσε με την γυναίκα του και την κόρη του. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα του πρώτου βασιλείου ήθελαν να παντρέψουν την μονάκριβή τους. Μια μέρα λοιπόν λέει ο βασιλιάς στην κόρη του:


Άκου κόρη μου, νομίζω πως ήρθε η ώρα να παντρευτείς και να κάνεις κι εσύ την δική σου οικογένεια.

Να παντρευτώ πατέρα μου αλλά ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα.

…απάντησε η κόρη του.

Ο βασιλιάς δεν πήρε πολύ στα σοβαρά την απάντηση της κόρης του κι έτσι άρχισε να τις φέρνει διάφορους γαμπρούς για να επιλέξει τον καλύτερο.


Όχι πατέρα μου. Δεν θέλω κανέναν από αυτούς. Κάτι άλλο θέλω. Μπορείς να μου το κάνεις;

Πες το κόρη μου και αμέσως θα φροντίσω να το έχεις.

Να, θέλω να μου φέρεις ένα τσουβάλι αμύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι ζάχαρη.

Να σου τα φέρω κόρη μου αλλά τι θα τα κάνεις όλα αυτά;

Φέρτα εσύ και μη σε νοιάζει.


Η βασιλοπούλα με το σιμιγδάλι. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Ο βασιλιάς λοιπόν δεν έχασε καιρό. Πήγε πήρε ο,τι του ζήτησε η μονάκριβή του και περίμενε να δει τι θα τα έκανε. Τότε η βασιλοπούλα του είπε:


Ευχαριστώ πατέρα μου. Τώρα θα κλειδωθώ στο δωμάτιό μου για σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και δεν θέλω να με αναζητήσει κανείς.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αν και ανησύχησαν σεβάστηκαν την επιθυμία της κόρης τους. Για σαράντα ολόκληρες ημέρες δεν την ενόχλησαν καθόλου.

Η βασιλοπούλα κλειδώθηκε στο δωμάτιό της, έσπασε τα αμύγδαλα, τα καθάρισε όλα, ζύμωσε το σιμιγδάλι μαζί με την ζάχαρη και έφτιαξε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφτιαξε καθόταν από πάνω του, τον λιβάνιζε και του έλεγε:


Δεν μου μιλείς μάτια μου, δε μου μιλείς φως μου;

Αυτό το έκανε για σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και έκλαιγε και λυπότανε πολύ. Το τελευταίο βράδυ ξαφνικά μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούστηκε μια φωνή:


Αχ! Τι γλυκά που κοιμόμουνα κι εσύ με ξύπνησες. Ποια είσαι;

Ήταν ο σιμιγδαλένιος. Η βασιλοπούλα σαστισμένη γεμάτο χαρά όμως απάντησε:


Εγώ είμαι αυτή που σε έπλασα και που θα σε παντρευτώ.

Βγαίνει από το δωμάτιο η βασιλοπούλα πηγαίνει στους γονείς της και τους ανακοινώνει τα ευχάριστα νέα.


Πατέρα και μητέρα μου, αυτός είναι ο άντρας που θα παντρευτώ. Ο Σιμιγδαλένιος μου. Τον έπλασα εγώ η ίδια. Έβαλα όλη μου την αγάπη. Τον έκανα από αμύγδαλο που συμβολίζει την γονιμότητα για να κάνουμε πολλά παιδιά, και από ζάχαρη για να είναι η ζωή μας γλυκιά και τέλος από σιμιγδάλι για να είμαστε πάντα ευτυχισμένοι.

Στο παλάτι όλοι ήταν χαρούμενοι. Κάλεσαν όλον τον κόσμο στον γάμο. Και ξεκίνησαν τα τραγούδια, οι φωνές, τα γέλια…

Τώρα μεταφερόμαστε στο δεύτερο βασίλειο, που σε αυτό ζούσε όπως είπαμε ένας άλλος βασιλιάς με την γυναίκα και την κόρη του. Η κόρη όμως αυτού του βασιλιά ήταν κακιά, εγωίστρια και κακομαθημένη και τα ήθελε όλα δικά της. Έτσι λοιπόν μόλις έμαθε για τον σιμιγδαλένιο τον ήθελε για δικό της άντρα. Ο πατέρας της, της έλεγε:


Βρε κόρη μου, που να τον βρούμε; Αφού τον έχει άλλη.

Δε με νοιάζει. Εγώ τον θέλω για μένα. Αν δεν μου τον φέρεις θα αρρωστήσω.

Πράγματι, αρρώστησε η κόρη του από τον καημό. Τι να κάνει ο βασιλιάς. Δεν μπορούσε να βλέπει την κόρη του σε αυτήν την κατάσταση. Έτσι συνεννοήθηκε με την γυναίκα του και είπαν:


Λοιπόν γυναίκα θα φτιάξουμε ένα πλοίο και θα το φορτώσουμε με χρυσαφικά, γυαλικά, ρούχα… ό,τι μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους. Θα πάει το πλοίο στο διπλανό βασίλειο για να πουλήσει την πραμάτεια του και μόλις ανέβει ο σιμιγδαλένιος στο πλοίο για να αγοράσει αυτό που θέλει θα τον κλέψουμε.

Η βασίλισσα μην έχοντας άλλη επιλογή συμφώνησε και διέταξαν αμέσως τους εργάτες να ετοιμάσουν το πλοίο. Αφού το έφτιαξαν ο βασιλιάς είπε στο πλήρωμα:


Θα πάτε κάτω από το σπίτι που βρίσκεται ο Σιμιγδαλένιος και μόλις τον δείτε να ανεβαίνει στο πλοίο θα σηκώσετε τα πανιά και θα φύγετε αμέσως. Προσέξτε όμως να μη σας δει κανείς.

Φόρτωσαν το πλοίο και ξεκίνησαν. Σύντομα, έφτασε κάτω από το σπίτι του Σιμιγδαλένιου. Μόλις ξύπνησαν οι δούλες και είδαν το πλοίο γεμάτο χρυσαφικά, ασημικά, γυαλικά και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς πήγαν αμέσως στην βασιλοπούλα να της το πουν. Τότε η αθώα βασιλοπούλα χωρίς να σκεφτεί το κακό που ήθελε να της κάνει η βασιλοπούλα του δεύτερου βασιλείου είπε στον Σιμιγδαλένιο να πάει στο πλοίο και να πάρει ό,τι θέλει.


Τι τα θέλουμε εμείς όλα αυτά; Δε τα χρειαζόμαστε.

Σιμιγδαλένιε μου από αυτά τα γυαλικά δεν έχουμε. Από αυτά θέλω να πας να πάρεις.

Όχι βρε γυναίκα. Δεν τα χρειαζόμαστε. Τόσα γυαλικά έχουμε.

Να πας Σιμιγδαλένιε μου, να πας. Αυτά που έχουμε έχουν παλιώσει.

Καλά λοιπόν, πηγαίνω.

Τι να κάνει λοιπόν ο Σιμιγδαλένιος, πήγε. Το πλήρωμα αμέσως τον αναγνώρισε. Τον έβαλε στο πλοίο και όση ώρα του έδειχναν ό,τι καλό είχαν, σήκωσαν τα πανιά και εξαφανίστηκαν. Τον πήρανε τον Σιμιγδαλένιο και τον πήγαν στο παλάτι του άλλου του βασιλιά. Εκεί η βασιλοπούλα τον περίμενε πως και πως. Μόλις τον είδε τον πλησίασε και του έδωσε να πιει ένα ποτήρι νερό.


Καλωσόρισες ξένε στο παλάτι μας. Ορίστε! Πάρε να πιεις αυτό να δροσιστείς.

Ο Σιμιγδαλένιος χωρίς να το σκεφτεί πίνει το νερό και στη στιγμή ξέχασε την γυναίκα του. Ξέχασε όλη την μέχρι τότε ζωή του. Η βασιλοπούλα είχε βάλει στο νερό ένα μαγικό φίλτρο για να μην θυμάται τίποτα. Έτσι αφού τον ξεγέλασε με αυτόν τον τρόπο τον πήρε για άντρα της.

Ας αφήσουμε τώρα τον Σιμιγδαλένιο με τη δεύτερη γυναίκα του και ας πάμε στην πρώτη.
Η πρώτη γυναίκα του μόλις ήρθε το μεσημέρι και δεν φάνηκε ο Σιμιγδαλένιος άρχισε να αναρωτιέται και να ανησυχεί.


Που είναι ο Σιμιγδαλένιος; Γιατί δεν επέστρεψε; Έφυγε; Και αν έφυγε που πήγε; Και γιατί να φύγει; Σιμιγδαλένιε μου; Σιμιγδαλένιε μου που είσαι;

Άρχισε να φωνάζει και να κλαίει. Ο βασιλιάς προσπαθούσε να την ηρεμήσει χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τότε η βασιλοπούλα είπε στον πατέρα της.


Πατέρα μου θα φύγω.

Μα που θα πας παιδάκι μου;

Θα φύγω πατέρα. Θα πάω να βρω τον σιμιγδαλένιο μου.


Η βασιλοπούλα ψάχνει τον σιμιγδαλένιο της. Από την ζωγράφο-εικαστικό Κωνσταντίνα Σιδηροπούλου.

Χωρίς να χάσει καιρό βγήκε στους δρόμους η βασιλοπούλα και άρχισε να τον ψάχνει. Γύριζε μέρες, νύχτες… Έγινε αγνώριστη. Μια μέρα εκεί που περπατούσε συνάντησε μια γυναίκα. Με το στήθος της πάνιζε, με το στήθος της φούρνιζε. Την πλησίασε και της είπε.


Θεία, τι κάνεις εδώ; Κάτσε να σε βοηθήσω.

Της φτιάχνει ένα πανόξυλο και της λέει:


Να θεία, έτσι πανίζουν και φουρνίζουν.

Τότε η θεία της απαντάει:


Αχ παιδάκι μου! Ο Θεός να στο ξεπληρώσει το καλό που μου έκανες.

Θεία, θέλω να με γιατρέψεις.

Και τι γιατρειά θέλεις να σου κάνω;

Ποια είσαι εσύ;

Εγώ παιδάκι μου είμαι μάνα, κι έχω τον ήλιο γιο.

Αχ θεία. Να καθίσω να του πω για τον Σιμιγδαλένιο μου.

Ου… Παιδάκι μου… Τρελάθηκες; Αν καθίσεις θα σε φάει.

Κρύψε με εσύ θεία να του πω κι εγώ τον καημό μου. Σε παρακαλώ.

Έκλαιγε η βασιλοπούλα, την λυπήθηκε η μάνα του ήλιου και την έκρυψε κάτω από το τραπέζι. Μόλις βασίλεψε ο ήλιος πήγε στην μάνα του.


Καλησπέρα σταυρομάνα.

Καλησπέρα γιε μου.

Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει.

Που να την βρω εγώ την ανθρώπινη ψυχή παιδάκι μου; Εγώ είμαι, η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με.

Απαπα.. Ο Θεός να μην το δώσει μάνα.

Κατέβασε η μάνα του το καζάνι με το φαγητό, του έβγαλε ψωμί, νερό και αφού ο ήλιος έφαγε όλο το φαγητό του λέει:


Πεινάς άλλο παιδάκι μου;

Όχι μάνα.

Σαν είχες δηλαδή μια ανθρώπινη ψυχή την έτρωγες κι αυτήν;

Όχι μάνα, όχι, δεν πεινάω άλλο.

Σαν δεν πεινάς να βγει μια κοπελιά να σου πει τον καημό της. Βγες παιδάκι μου.

Της λέει η θεία και η βασιλοπούλα βγήκε και λέει στον ήλιο:


Ήλιε μου λαμπρέ, λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε, εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες τον αντρούλη μου, που ‘ναι σιμιγδαλένιος;

Που να τον δω καλή μου εγώ; Εγώ το πρωί βγαίνω και το βράδυ είμαι πίσω. Στο φεγγάρι να πας που γυρίζει όλη νύχτα. Άντε μάνα, δώς της και ένα καρύδι.

Έδωσε η μάνα το καρύδι, τους ευχαρίστησε η βασιλοπούλα, τους χαιρέτησε και ξεκίνησε να πάει να βρει το φεγγάρι. Μόλις έφτασε στην μάνα του φεγγαριού, αυτή μαγείρευε και ετοίμαζε για να έρθει το φεγγάρι να φάει. Η βασιλοπούλα άρχισε να την παρακαλάει για να πει τον καημό της στον γιο της. Μετά από λίγο λέει η φεγγαρομάνα:


Άντε, φύγε τώρα γιατί θα έρθει το φεγγάρι και θα σε φάει αν σε δει.

Αχ θεία κρύψε με κάπου να πω τον πόνο μου στον γιο σου.

Που να σε κρύψω παιδάκι μου;

Σε παρακαλώ θεία, κρύψε με σε παρακαλώ.

Καλά λοιπόν. Έλα εδώ.

Ανοίγει ένα ντουλάπι και την βάζει μέσα. Έφεξε ο Θεός και έφτασε το φεγγάρι σπίτι.


Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει μάνα.

Που να βρεθεί εδώ ανθρώπινη ψυχή παιδάκι μου; Εγώ είμαι, η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με.

Ο Θεός να μην το δώσει μάνα. Έχει τίποτα να φάω;

Όλα τα καλά σου έφτιαξα παιδάκι μου.

Του ετοίμασε το τραπέζι, έβγαλε φαγητά, ψωμιά, όλα τα καλά, κάθισε το φεγγάρι και έφαγε. Αφού τέλειωσε το φαγητό του, του λέει η μάνα του:


Παιδάκι μου έφαγες;

Έφαγα μάνα.

Αν είχες δηλαδή μια ανθρώπινη ψυχή την έτρωγες κι αυτή;

Ο Θεός να μην το δώσει μάνα.

Άντε βγες κορίτσι μου να πεις τον πόνο σου.

Βγαίνει η βασιλοπούλα και του λέει:


Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό και λαμπρογεμισμένο, εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες τον αντρούλη μου, που ‘ναι σιμιγδαλένιος;

Που να τον δω εγώ κορίτσι μου; Εγώ βγαίνω από βράδυ σε πρωί. Στα αστέρια να πας. Που είναι πολλά. Αν δεν τον έχει δει το ένα θα τον έχει δει το άλλο. Άντε μάνα, φίλεψέ την ένα αμύγδαλο.

Παίρνει το αμύγδαλο η βασιλοπούλα, τους χαιρετάει και φεύγει με δάκρυα στα μάτια και ραγισμένη την καρδιά. Έφυγε απογοητευμένη και πήγε να βρει τα αστέρια μήπως κάποιο είδε τον καλό της. Όταν έφτασε στο σπίτι τους, την καλοδέχτηκε η μάνα τους όπου κι αυτή ετοίμαζε φαγητό για τα παιδιά της. Αφού την βοήθησε η βασιλοπούλα να ετοιμάσει το φαγητό γιατί τα αστέρια ήταν πολλά και δεν θα προλάβαινε να τα ετοιμάσει όλα μόνη της, πλησίαζε η ώρα που θα έφταναν τα αστέρια. Τότε γυρίζει η μάνα τους και λέει στην βασιλοπούλα:


Άντε φύγε τώρα. Θα έρθουνε τα αστέρια να φάνε και θα σε φάνε αν σε βρουν εδώ.

Αχ θεία, δεν με κρύβεις κάπου για να τους πω τον πόνο μου; Αυτά πολλά είναι. Όλο και κάποιο αστέρι θα είδε τον Σιμιγδαλένιο μου.

Που να σε κρύψω παιδάκι μου; Αν γλιτώσεις από τον έναν δεν γλιτώνεις από τον άλλον.

Έκλαιγε η βασιλοπούλα και δεν έλεγε να φύγει. Τι να κάνει και η μάνα τον αστεριών, την λυπήθηκε και την έκρυψε πίσω από την πόρτα. Μετά από λίγο ήρθαν και τα αστέρια.


Καλημέρα μάνα.

Λέει το μεγαλύτερο αστέρι.


Κάπου εδώ, κάπου εκεί, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει.

Που να βρεθεί ανθρώπινη ψυχή εδώ παιδάκι μου; Εγώ είμαι, η μάνα σου. Θέλεις να με φας, φάε με.

Ο Θεός να μην το δώσει μάνα.

Στην στιγμή εμφανίστηκαν και τα άλλα αστέρια.


Καλημέρα μάνα

Καλημέρα μάνα

Καλημέρα μάνα

Καλημέρα μάνα…

Κάθισαν όλα στο τραπέζι, τους έβγαλε η μάνα τους να φάνε και αφού φάγανε και ήπιανε τους ρωτάει:


Αν είχατε μια ανθρώπινη ψυχή την τρώγατε κι αυτή;

Ο Θεός να μη το δώσει μάνα.

Αφού είναι έτσι λοιπόν, άντε κορίτσι μου βγες τώρα και πες τον καημό σου.

Βγαίνει η βασιλοπούλα και τους λέει:


Αστέρια μου λαμπρά, λαμπρά και λαμπρογεμισμένα, ψηλά όπου διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε, μην είδατε τον άντρα μου, που ‘ναι σιμιγδαλένιος;

Που να τον δούμε εμείς κορίτσι μου; Εμείς βγαίνουμε το βράδυ και γυρίζουμε το πρωί.

Είπε το μεγαλύτερο αστέρι.


Εγώ κοπέλα μου νομίζω πως τον είδα.

Πετάχτηκε το μικρότερο αστέρι.


Τον είδες; Πού; Πού βρίσκεται; Πες μου σε παρακαλώ.

Δεν είμαι σίγουρος κορίτσι μου. Αλλά, για μια στιγμή. Είπες σιμιγδαλένιος είναι;

Ναι αστεράκι μου. Εγώ τον έφτιαξα, μόνη μου. Από αμύγδαλο, ζάχαρη και σιμιγδάλι. Δεν μπορεί να μην τον είδατε κάπου. Δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν.

Ναι, ναι. Αυτός ήταν. Σίγουρα. Δεν μπορεί να υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν.

Λοιπόν, πού τον είδες;

Σε ένα παλάτι, εφτά μερόνυχτα δρόμο από εδώ.

Αστεράκι μου, μπορείς σε παρακαλώ πολύ να με πας εκεί;

Το μεγαλύτερο αστέρι θύμωσε και δεν ήθελε να βοηθήσει την βασιλοπούλα. Πίστευε ότι έτσι θα γινόταν κακός ο αδερφός του με το να προδώσει που ακριβώς είναι ο Σιμιγδαλένιος. Μα η βασιλοπούλα τον καθησύχασε λέγοντάς του πως δεν θα το μάθει ποτέ κανείς. Έτσι το μεγαλύτερο αστέρι συμφώνησε .


Καλά λοιπόν. Αν δεν το μάθει κανείς εντάξει. Άντε αδερφέ μου βοήθησε το κορίτσι να βρει τον αγαπημένο της. Να προσέχετε. Μάνα δως της κι ένα φουντούκι.

Η βασιλοπούλα πήρε το φουντούκι, τους ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά της κι έφυγε με το μικρό αστέρι για την Κρήτη. Μόλις έφτασε στο παλάτι η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε μια δούλα και της λέει:


Καλημέρα! Έρχομαι από ένα μακρινό χωριό και χάθηκα. Μπορείς να πεις στην κυρά σου να με αφήσει να κοιμηθώ σε ένα δωμάτιο; Είμαι φτωχιά και ορφανή.

Πήγε η δούλα το είπε στην κυρά της και αυτή συμφώνησε. Την έβαλαν λοιπόν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εκείνη την στιγμή να και ο Σιμιγδαλένιος. Κλειδώνεται η βασιλοπούλα στο δωμάτιο και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα που δεν την θυμήθηκε ο άντρας της. Μόλις ξημέρωσε έσπασε το καρύδι που της είχε δώσει η μάνα του ήλιου και βγήκε από μέσα ένα χρυσό μαγκάνι.
Όταν οι δούλες πήγαν να δουν αν είναι όλα εντάξει με την ξένη είδαν να λαμπυρίζει από μακριά το μαγκάνι. Πήγαν αμέσως να το πουν στην κυρά τους. Τότε τους λέει αυτή:


Άντε, πάτε και ρωτήστε την τί θέλει να της δώσουμε για να το αγοράσουμε.

Πάνε οι δούλες την ρωτάνε και απαντάει η βασιλοπούλα:


Εγώ δεν θέλω ούτε γρόσια, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ με λεφτά. Τον Σιμιγδαλένιο μόνο να μου δώσει η κυρά σας μια βραδιά.

Πήγαν οι δούλες, το είπαν στην κυρά τους. Έξαλλη αυτή απαντάει:


Τι; Για τα μούτρα της τον έχω τον Σιμιγδαλένιο;

Οι δούλες όμως την έπεισαν. Του έδωσαν πάλι το νερό με το μαγικό φίλτρο για να κοιμηθεί και να μην θυμάται τίποτα και της τον πήγαν. Μόλις της τον έφεραν η βασιλοπούλα τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να του μιλάει κλαίγοντας.


Δε μου μιλείς μάτια μου; Δε μου μιλείς φως μου; Εγώ δεν είμαι αυτή που σε έπλασε;

Ο Σιμιγδαλένιος άκουγε μα δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η βασιλοπούλα δε σταμάτησε να κλαίει. Το επόμενο πρωί οι δούλες τον πήραν και τον πήγαν στην κυρά τους.

Μετά από κανα δυο μέρες, σπάζει το αμύγδαλο που της είχε δώσει η μάνα του φεγγαριού. Μόλις το έσπασε βγήκε από μέσα μια χρυσή ανέμη. Την ώρα εκείνη μπαίνουν στο δωμάτιο οι δούλες και βλέπουν την ανέμη. Αμέσως πήγαν να το πουν στην κυρά τους:


Αχ κυρά για σένα είναι αυτή η ανέμη.

Άντε, πάντε να την ρωτήσετε τι θέλει για να την αγοράσουμε κι αυτήν.

Πήγανε στην βασιλοπούλα και την ρώτησαν, μα αυτή τους απάντησε:


Εγώ δεν θέλω ούτε γρόσια, ούτε φλουριά, ούτε λεφτά, τον Σιμιγδαλένιο θέλω μόνο για μια βραδιά ακόμα.

Η δεύτερη βασιλοπούλα πάλι αντέδρασε στην επιθυμία αυτή αλλά οι δούλες της πάλι την κατάφεραν. Του έδωσαν πάλι το μαγικό φίλτρο και της τον πήγαν. Η βασιλοπούλα έκλεισε την πόρτα, τον έβαλε στο κρεβάτι και άρχισε να του μιλάει:


Δε μου μιλείς μάτια μου; Δε μου μιλείς φως μου; Εγώ είμαι Σιμιγδαλένιε μου.

Ο Σιμιγδαλένιος άκουγε αλλά πάλι δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η βασιλοπούλα δεν σταμάτησε να κλαίει από τον καημό της. Την άλλη μέρα το πρωί ήρθαν πάλι οι δούλες και τον πήραν.
Μετά από κανα δυο μέρες σπάζει και το φουντούκι, που της είχε δώσει η μάνα των αστεριών. Μέσα από το φουντούκι βγήκε αυτήν την φορά μια χρυσή κλώσα με τα χρυσά πουλάκια της. Εκείνη την στιγμή νασου πάλι οι δούλες. Κατεβαίνουν γρήγορα στην κυρά τους, της το λένε και ήθελε να τα αγοράσει και αυτά. Η βασιλοπούλα για αντάλλαγμα ζήτησε για άλλο ένα βράδυ τον Σιμιγδαλένιο. Πάλι θύμωσε η δεύτερη βασιλοπούλα αλλά την κατάφεραν και αυτήν την φορά ο δούλες.

Ετοίμασαν πάλι το μαγικό φίλτρο, αλλά αυτήν την φορά ο Σιμιγδαλένιος κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά και έκανε πως το ήπιε ενώ το έχυσε όταν δεν τον έβλεπε κανείς και έκανε τον κοιμισμένο. Τον πήγανε στη βασιλοπούλα, αυτή έκλεισε την πόρτα, τον έβαλε πάλι στο κρεβάτι και άρχισε να του μιλάει:


Δε μου μιλείς Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς φως μου;

Όταν ξαφνικά ο Σιμιγδαλένιος αντέδρασε:


εεε.. σταμάτα να κλαις. Ποια είσαι;

Εγώ είμαι Σιμιγδαλένιε μου. Η γυναίκα σου. Αυτή που σε έπλασε. Μα δεν θυμάσαι τίποτα;

Μα τι λες; Και πως έγινες έτσι; Γιατί έγινες έτσι;

Έτσι έγινα γιατί σε έχασα και σε έψαχνα για μέρες ολόκληρες. Αλλά τώρα σε βρήκα. Και δεν θα φύγω από εδώ αν δεν φύγουμε μαζί.

Αργά το βράδυ ο Σιμιγδαλένιος με την βασιλοπούλα φύγανε μαζί χωρίς να τους καταλάβει κανείς. Γυρίσανε στο παλάτι τους και ζήσανε ξανά μαζί. Κάνανε πολλά παιδιά και ήταν ευτυχισμένοι.
Όσο για την δεύτερη βασιλοπούλα αρρώστησε από τον καημό της και δεν βγήκε ποτέ ξανά από το παλάτι.

Ψέματα ή αλήθεια έτσι λεν’ τα παραμύθια.
 Πηγή :http://paramythades.org/

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες και διηγήματα


Κάντε κλικ στην εικόνα για να το ακούσετε





















«Η χαμένη φορεσιά του Άγιου Βασίλη»


Το νέο χριστουγεννιάτικο μυθιστόρημα της Φωτεινής Κατσάλη «Η χαμένη φορεσιά του Άγιου Βασίλη», ταξιδεύει μεγάλους και παιδιά στον μαγικό κόσμο των Καλικαντζάρων για μια φανταστική περιπέτεια.
Διαβάστε ένα απόσπασμα εδώ

Πληροφορίες για το περιεχόμενο του βιβλίου και κυρίως για καλικαντζάρους εδώ










Επίσης, μπορείτε να διαβάσετε χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη:  Στο Χριστό το κάστρο, Χριστόψωμο, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη,  κ.ά στον παρακάτω σύνδεσμο :

Σοκολατόσπιτο ή Βιβλιοθήκη; Ή και τα δύο;

Σοκολατόσπιτο ή Βιβλιοθήκη; Ή και τα δύο; 
Δεν χορταίνουμε να το βλέπουμε !!! Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την Αθηνά Κούση που με προθυμία ανέλαβε να μετατρέψει σε σοκολατόσπιτο την είσοδο της βιβλιοθήκης μας....τα παιδιά ξετρελάθηκαν...κι εμείς περισσότερο...η απόλαυση της ανάγνωσης απογειώνεται με όλες τις αισθήσεις!!!







Ευχαριστούμε, επίσης, τον Σάκη Ματσιγγάρη για την γυψοσανίδα που τοποθέτησε για να ζωγραφιστεί το καπέλο, τον Μάκη Σαουλίδη που χρωμάτισε μαζί με την Αθηνά το μαγευτικό αυτό σπιτάκι, τον Σύλλογο Γονέων και κηδεμόνων που πάντα υποστηρίζει τις προσπάθειές μας και φυσικά τον διευθυντή μας, Γιώργο Τσαγκάρη, που κάνει τα όνειρά μας πραγματικότητα , όπως ο καλός μάγος των παραμυθιών…



Αλλά και ο εσωτερικός χώρος διαμορφώθηκε με παραμυθένια στοιχεία . Μαγεία και φαντασία !!!Αυτός είναι ο κόσμος του βιβλίου !!!






και οι μαγικές ιστορίες αρχίζουν...

...δίπλα από το πανέμορφο τζάκι που έφτιαξε για μας ο πατέρας της κ. Βέφας Μαυροπούλου,
ο κύριος Τάσος Μαυρόπουλος. Σας ευχαριστούμε όλους εσάς που κάνετε το ταξίδι μας πιο μαγευτικό !!!






Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια !!!



Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια !!! Έτσι έμοιαζε η χθεσινή βραδιά στο σχολείο μας...περάσαμε υπέροχα μικροί και μεγάλοι!!!

Ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας, ο καθένας συνέβαλε όπως μπορούσε , έτσι όπως αρμόζει σε μια κοινότητα. Σύλλογοι, εθελοντές και εθελόντριες από τα δυο χωριά να προσφέρουν χέρι βοηθείας , δάσκαλοι και δασκάλες να ετοιμάζουν με κάθε λεπτομέρεια τα βαγόνια για το poliko express και τα παιδιά χαρούμενα να μην θέλουν να φύγουν από το σχολείο. Ήταν ένα μήνυμα αγάπης και προσφοράς που μας γεμίζει αισιοδοξία. Επίσης, ένα μεγάλο μπράβο στην Μαρία Γούλα και Ευγενία Κατσάλη που ανέλαβαν τη διοργάνωση της εκδήλωσης. Σας ευχαριστούμε!!!

ΣΗΜ.: Αργά το βράδυ της Παρασκευής μόλις τελείωσαν οι προετοιμασίες ένα παιδί από άλλο σχολείο ήρθε να δει τι ετοιμάζουμε, μένει έκθαμβο από όσα βλέπει γύρω του μέσα στις τάξεις και στους διαδρόμους και λέει:" Πού είναι το σχολείο;"









Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

H μαγεία φέτος τα Χριστούγεννα ταξιδεύει με Poliko Express!!!



Οι προετοιμασίες τελείωσαν!!! Σας περιμένουμε αύριο Σάββατο στις 5 μ.μ. Το ακούτε; Σφυρίζει!!! Το poliko express έρχεται !!! Ας ζήσουμε αύριο αυτήν την μαγεία όλοι μαζί!!! 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ο τσαγκάρης και τα ξωτικά

Το νησί των συναισθημάτων : Παραμύθι του Μ. Χατζιδάκη




Το νησί των συναισθημάτων : Παραμύθι του Μ. Χατζιδάκη


Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.

Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα»

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.

Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:

«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο

μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».




Ο ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΠΑΣΠΑΛΑ Ε

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Πόλεμος, προσφυγιά, ο ξένος



Δύο ταινίες και έντεκα βιβλία 

Ταινίες:
• «Αζούρ και Ασμάρ», Μισέλ Οσελό, 2006
• «Περσέπολις», Μαρζάν Σατραπί, Βενσάν Παρονό, 2007

Bιβλία:
• Λίτσα Ψαραύτη, «Το διπλό ταξίδι», Πατάκης, 1987 (24η ανατύπωση 2013)
• Ζωρζ Σαρή, «Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο», Πατάκης, 2003
• Μαρζάν Σατραπί, «Περσέπολις» (Ι και ΙΙ), Ηλίβατον, 2006 και 2007
• Πάνος Χριστοδούλου, «Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές», Κέδρος, 2007
• Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, «Το παιδί από τη θάλασσα», Πατάκης, 2009
• Χριστίνα Φραγκεσκάκη, «Η Ορτανσία φυλάει τα μυστικά», Κέδρος, 2011
• Πάολα Καπριόλο, «Με τα μάτια του άλλου», Καλέντης, 2013
• «Στο σχολείο ξεχνώ τη φυλακή…», ένα εργαστήρι αφήγησης και γραφής με ανήλικους μετανάστες κρατούμενους στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου και συντονιστή τον Κώστα Μάγο, Καλειδοσκόπιο, 2013
• Γιουσαφζάι Μαλάλα, «Με λένε Μαλάλα», Για παιδιά και για νέους, Πατάκης, 2015
• Jeanette Winter, «Μαλάλα, ένα γενναίο κορίτσι / Ικμπάλ, ένα γενναίο αγόρι», Παπαδόπουλος, 2015
• Ελένη Σβορώνου, «Σκληρό καρύδι», Καλειδοσκόπιο (UNHCR), 2015

Πηγή: Η Καθημερινή

Περισσότερα : http://dimartblog.com/2015/12/13/not-for-kids-only/

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΡΙΑ. THE FOUR CANTLES

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Αγγελούδια

Μαριονέτα Άγιος Βασίλης

Manualidades : Títere con calcetín - Manualidades para todos

Juguete hecho de calcetín, como hacer juguete, marioneta fácil de hacer

Γαντόκουκλες

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Ο εγωιστής γίγαντας

Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας του Όσκαρ Ουάιλντ-The Happy prince

Της ψυχής η καλοσύνη - Ο ευτυχισμένος Πρίγκιπας

Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»


Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά»


Το δέντρο

Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.

Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...

Το παιδί




Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.

Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.

Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...

Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...

H συνάντηση

Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.

Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.

— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.

Ήταν το δέντρο του δρόμου.

— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.

— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!

— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.

— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.

— Γιατί το λες αυτό;

— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.

Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;

— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.

— Με τι; Απόρησε.

— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.

— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...

Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.



Τα στολίδια




Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.

Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.

— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.

— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.

— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.

— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...

— Κοίτα! Έρχονται!

Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.

— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.

Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.

Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.

— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...

— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...

— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.

— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.

Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.

Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...

Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!

H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;

— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.

— Αλήθεια;

— Ναι.

— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.

— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!

Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.

Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί...

Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.

Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.

Έτσι λένε...

Ποιος ξέρει;




[πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]

Χριστουγεννιάτικη ιστορία από Αναγνωστικό Β Δημοτικού 1948

voskos_xristos

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
– Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
– Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι… Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
– Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
– Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: – Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
– Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
– Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
– Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
– Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
– Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
– Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
– Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.

Πηγή : Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1948
Αναρτήθηκε από : https://pappanna.wordpress.com/

Φρικαντέλα, η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

3 Δεκεμβρίου :Ημέρα για τα άτομα με αναπηρία

O Νικόλας ένα «αλλιώτικο» αγόρι και η Μαρία γίνονται φίλοι....

Η Μαρία είναι ένα μικρό κορίτσι που πηγαίνει σχολείο. Παρακολουθεί τα μαθήματά της, παίζει με τις φίλες της, κάνει ότι και οι συμμαθητές της. Μία μέρα έρχεται στην τάξη ένα μικρό αγόρι, ο Νικόλας, που δεν κάνει τίποτα απ’ ότι κάνουν οι συμμαθητές του. Ένα αγόρι «αλλιώτικο» από τα άλλα!


Ο Νικόλας κινείται με αναπηρικό καροτσάκι και δεν μπορεί να εκφραστεί όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Και ενώ όλοι οι υπόλοιποι συμμαθητές του τρομάζουν μπροστά στην αναπηρία του και απομακρύνονται, η Μαρία είναι η μόνη που του δίνει σημασία, γίνεται φίλη και μικρή «δασκάλα» για τον Νικόλα.

Οι ιδιαιτερότητες του αγοριού δεν πτοούν τη μικρή Μαρία η οποία εφευρίσκει πρωτότυπους τρόπους για να παίξει μαζί του, αποκτώντας σιγά σιγά ένα σπάνιο δέσιμο, το οποίο αντιλαμβάνεται και το αγόρι, παρότι δεν μπορεί να το εκφράσει.


Μία μέρα το αγόρι «φεύγει» από το σχολείο… και η Μαρία βρίσκει στο άδειο του αναπηρικό καροτσάκι το σχοινί που αποτέλεσε το μέσο για να έρθουν πιο κοντά τα δύο αυτά παιδιά. Από εκείνη τη στιγμή το σχοινί θα βρίσκεται πάντα στο χέρι της Μαρίας να της θυμίζει τον Νικόλα και τη φιλία τους. Η στιγμή αυτή είναι καθοριστική για την Μαρία και το μέλλον της. Αποφασίζει να γίνει Δασκάλα σε παιδιά με ιδιαιτερότητες!


Η αθώα ψυχή ενός παιδιού μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη όχι μόνο για όλη τη ζωή του αλλά και για τη ζωή των γύρω του. Η ευαισθησία, η αυταπάρνηση, η άγνοια της ιδιοτέλειας, διδάσκουν δύναμη και όχι αδυναμία…


Και ο πόνος της απώλειας στην τρυφερή παιδική ηλικία μπορεί να σημαδέψει για πάντα το δρόμο της ευθύνης, το δρόμο της ζωής του καθενός μας…

Η μικρού μήκους ταινία «Cuerdas» (Χορδές), του Ισπανού σκηνοθέτη Pedro Solis, η οποία μάλιστα απέσπασε βραβείο «Goya» ως καλύτερη μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων, πραγματεύεται την τρυφερότητα και τη φιλία ανάμεσα σε δύο παιδιά, ένα εκ των οποίων πάσχει από εγκεφαλική παράλυση.Πηγή: http://babyradio.gr/

Ευγένιος Τριβιζάς «Ένα δέντρο μια φορά The Boy And The Tree»

Ταινία: Το πνεύμα των Χριστουγέννων, Καρόλου Ντίκενς

Στον Μουρακάμι το Βραβείο Άντερσεν